- σιγάλωμα
- -ώματος, τὸ, Α [σιγαλῶ]1. (κυρίως σχετικά με δέρματα και, ειδικότερα, σχετικά με υποδήματα) εργαλείο στίλβωσης ή λείανσης2. παρυφή, άκρο ενδύματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιγάλωμα — instrument for smoothing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγαλώματα — σιγάλωμα instrument for smoothing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιάλωμα — ώματος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) το περιφερειακό διακοσμητικό τμήμα τής ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιγάλωμα με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] … Dictionary of Greek
σιγαλόεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) 1. (ιδίως για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με πολλά και λαμπερά χρώματα) λείος, στιλπνός, γυαλιστερός («χιτῶνα... σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.) 2. (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά… … Dictionary of Greek